-
1 ταραχη
ἥ тж. pl.1) волнение(πνεῦμα καὴ τ. Arst.; ὕδατος NT.)
2) замешательство, смятение(φρενῶν Isocr.)
3) запутанность, неясность4) неурядицы, раздоры, разногласия(τῶν ξυμμάχων πρὸς τοὺς Λακεδαιμονίους Thuc.; ταραχὰι πολιτικαί Arst.; λιμοὴ καὴ ταραχαί NT.)
См. также в других словарях:
συναλλάσσω — ΝΜΑ, και συναλλάζω Ν, και συναλλάττω Α [ἀλλάσσω, ομαι] νεοελλ. 1. (στον τ. συναλλάζω) αλλάζω συχνά τα ρούχα μου, φορώ διαδοχικά το ένα μετά το άλλο 2. μέσ. συναλλάσσομαι α) έχω συναλλαγές, έχω δοσοληψίες, έχω εμπορικές και, γενικότερα,… … Dictionary of Greek